Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013

Στην ξένη γλώσσα


Ψάχνοντας τη σημασία του ισπανικού ρήματος verter βρήκα ότι σημαίνει "χύνω", "αδειάζω" αλλά και "μεταφράζω".
Και έτσι μου ήρθε στο μυαλό το ποίημα του Καβάφη Για τον Aμμόνη, που πέθανε 29 ετών, στα 610: 


Pαφαήλ, ολίγους στίχους σε ζητούν
για επιτύμβιον του ποιητού Aμμόνη να συνθέσεις.
Κάτι πολύ καλαίσθητον και λείον. Συ θα μπορέσεις,
είσαι ο κατάλληλος, να γράψεις ως αρμόζει
για τον ποιητήν Aμμόνη, τον δικό μας.

Βέβαια θα πεις για τα ποιήματά του—
αλλά να πεις και για την εμορφιά του,
για την λεπτή εμορφιά του που αγαπήσαμε.

Πάντοτε ωραία και μουσικά τα ελληνικά σου είναι.
Όμως την μαστοριά σου όληνα τη θέμε τώρα.
Σε ξένη γλώσσα η λύπη μας κ’ η αγάπη μας περνούν.
Το  αιγυπτιακό σου αίσθημα χύσε στην ξένη γλώσσα.

Pαφαήλ, οι στίχοι σου έτσι να γραφούν
που νάχουν, ξέρεις, από την ζωή μας μέσα των,
που κι ο ρυθμός κ’ η κάθε φράσις να δηλούν
που γι’ Aλεξανδρινό γράφει Aλεξανδρινός.  






Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2013

Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2013

"ασύγκριτη χώρα φαντάζει"














Στα δροσερά ουρητήρια του σταθμού
κατέβηκα απ' τον πυρωμένο λόφο.
Πάνω στο δέρμα μου σκόνη και ιδρώτας
με μεθούν. Στα μάτια τραγουδάει ακόμα
ο ήλιος. Ψυχή και σώμα εγκαταλείπω τώρα
στην άσπρη στιλπνή πορσελάνη.













Σα χειμωνιάζει σε ζεστά βρόμικα χέρια













Το τυχαίο πρόσωπό σου που αγάπησα
ασύγκριτη χώρα φαντάζει













Σαν τρελαμένος λύκος οσμιζόμουν ανάμεσα στα σπίτια
τη ζεστή σκιά













Στον ίσκιο ενός μεγάλου
δέντρου που μόλις με σκεπάζει, μόλις
σκεπάζει την ταραχή μου. Χαρά ή πόνος
ή μόνο ίσως η σκιά του σκύλου ή ενός αγοριού
που δεν το θέλουν πια να μένουν ζώα.
 












Η θάλασσα είναι σαν και πρώτα.













Σ' αυτά τα φώτα ήσυχα η ζωή μου ας καεί.




* Εικόνες: από την αργεντίνικη ταινία Plata quemada (Καμμένα χρήματα, 2000) του Marcelo Piñeyro
* Στίχοι: Σάντρο Πέννα (μετάφραση Ερρίκου Σοφρά, από την έκδοση "Ο σκονισμένος ποδηλάτης", Ροδακιό 2012)


Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2013

Ο Luis Cernuda γίνεται 111 ετών!


Αφορμή μόνο, η επέτειος γενεθλίων του Λουίς Θερνούδα για να εκφράσω την αγάπη που του έχω. Τον "αγαπώ με νοσταλγία" και του αφιερώνω τη μετάφραση του ποιήματός του "El indolente/ O νωθρός". Ευχαριστώ πολύ το Γιώργο Κορδομενίδη και το blog του Εντευκτηρίου για τη φιλοξενία αυτής της ανάρτησης.


παρουσίαση και μετάφραση: Χρήστος Σιορίκης



Ο Λουίς Θερνούδα (Luis Cernuda) γεννιέται στις 21 Σεπτεμβρίου 1902 στη Σεβίλλη. Ανήκει στη λεγόμενη γενιά του ’27 της ισπανικής ποίησης, μαζί με ποιητές όπως ο Λόρκα, ο Αλμπέρτι, ο Γκιγιέν. Σπουδάζει νομικά στη Σεβίλλη και παρακολουθεί τα μαθήματα λογοτεχνίας που παραδίδει ο καθηγητής και ποιητής Πέδρο Σαλίνας, ο οποίος τον στηρίζει και ενθαρρύνει την ενασχόλησή του με την ποίηση. Ο Θερνούδα, μέσω του Σαλίνας, έρχεται σε επαφή με τη γαλλική λογοτεχνία. Σημαντικός συγγραφέας γι’ αυτόν αποδεικνύεται ο Αντρέ Ζιντ, καθώς η επαφή με τα έργα του βοηθά τον Θερνούδα να συμφιλιωθεί με την ομοφυλοφιλία του. Το 1928 ο ποιητής μετακομίζει στη Μαδρίτη, όπου έρχεται σε επαφή με τους λογοτεχνικούς κύκλους της γενιάς του. Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, ο Θερνούδα συνεργάζεται με επαναστατικά περιοδικά και ραδιοφωνικούς σταθμούς. Το 1938 αυτοεξορίζεται από την Ισπανία για να μην ξαναγυρίσει ποτέ πια. Το αίσθημα της εξορίας ―όχι μόνο, στενά εννοούμενο, από την πατρίδα― είναι διαρκές στην ποίηση του Θερνούδα. Ο ποιητής διδάσκει κάποιες περιόδους στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης, με θέση λέκτορα της ισπανικής γλώσσας, κατόπιν στις Ηνωμένες Πολιτείες και αργότερα καταλήγει στο Μεξικό, όπου και μένει μέχρι το τέλος της ζωής του, το 1963.

Χαρακτηριστικοί τίτλοι συλλογών του είναι «Η κατατομή του αέρα» (1927), «Εκεί που κατοικεί η λησμονιά» (1932), «Η απόγνωση της χίμαιρας» (1962). Πρέπει να σημειωθεί ότι κατά διαστήματα ο Θερνούδα εκδίδει το σύνολο του έργου του, αναθεωρημένο, κάτω από τον τίτλο «Η πραγματικότητα και η επιθυμία» (La realidad y el deseo). Το δίπολο αυτό αποτελεί και ένα από τα κλειδιά για την προσέγγιση και κατανόηση της ποίησής του.

Στην Ελλάδα αφιερώματα λογοτεχνικών περιοδικών στον ποιητή έχουν γίνει από τον «Εκηβόλο» (τ. 10, 1982) και το «Πλανόδιον» (τ. 22, 1995), ενώ υπάρχουν μεταφρασμένα δύο βιβλία του από τις Εκδόσεις Ίκαρος, «Παραλλαγές πάνω σε ένα μεξικάνικο θέμα» (1994) και «Όκνος» (2001).  





El indolente

Con hombres como tú el comercio sería
Cosa leve y tan pura que, sin sudor ni sangre
De ninguno comprada, dejaría a la tierra
Intactos sus veneros. Pero a tu pobreza
El comercio podría allanarle un camino.

Durante las tardes meridionales del verano,
A través de una clara ciudad, solas las calles,
Llevarías en cestillo guirnaldas de jazmines,
Y magnolias, por un nido fragante de hojas verdes
Oculto su blancor, como alas de paloma.

Tras de las rejas bajas, si una mujer quisiera
Para su gracia oscura tal vez la fresca gala
De una flor, y prenderla en su pelo o en su pecho,
Donde ha de parecer nieve sobre la tierra,
Una moneda a cambio dejaría en tus manos.

Así, al ponerse la tarde, tú podrías
De un vino trasparente beber el calor rubio,
Mordiendo la delicia de un pan y de una fruta,
Y luego silencioso, tendido junto al río,
Ver latir en la honda noche las estrellas.





Ο νωθρός

Με ανθρώπους σαν εσένα το εμπόριο θα ήταν
Πράγμα ελάχιστο και τόσο καθαρό που, αγορασμένο
χωρίς ιδρώτα ούτε αίμα κανενός, θα άφηνε στη γη
Ανέγγιχτες τις φλέβες της. Αλλά στη φτώχεια σου
Το εμπόριο θα μπορούσε να ανοίξει ένα δρόμο.

Τα νότια μεσημέρια του καλοκαιριού,
Μέσα από μια πόλη ολόφωτη, άδειοι οι δρόμοι,
Θα κρατούσες σε καλάθι στεφάνια από γιασεμιά,
Και μανόλιες, από μια ευωδιαστή φωλιά πράσινων φύλλων
κρυμμένη η λευκότητά τους, σαν φτερά περιστεριού.

Πίσω από τα χαμηλά κάγκελα, αν μια γυναίκα ήθελε
Ίσως για τη σκοτεινή της χάρη το δροσερό στολίδι
Ενός λουλουδιού, να το πιάσει στα μαλλιά ή στο στήθος της,
Όπου θα ’μοιαζε χιόνι πάνω στο χώμα,
Ένα νόμισμα για αντάλλαγμα θα άφηνε στα χέρια σου.

Έτσι, πέφτοντας το σούρουπο, θα μπορούσες εσύ
Από ένα διάφανο κρασί να πιεις τη χρυσαφένια ζέστη,
Δαγκώνοντας την απόλαυση ενός ψωμιού κι ενός φρούτου,
Και μετά σιωπηλός, ξαπλωμένος δίπλα στο ποτάμι,
Να βλέπεις να πάλλονται στη βαθιά νύχτα τα αστέρια.

Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2013

Τα ποτάμια της βορείου Αφρικής


από τη στήλη Πεννιές Ειδησούλες Περίεργα της Εστίας

της Παρασκευής 13 Σεπτεμβρίου 2013

"Βρεταννοί επιστήμονες εκτιμούν ότι πριν από 100.000 χρόνια, στην σημερινή έρημο Σαχάρα της Αφρικής έρρεαν τρία μεγάλα ποτάμια, τα οποία βοήθησαν σημαντικά τους Αφρικανούς να κινηθούν προς τον Βορρά και να μεταναστεύσουν έως την Μεσόγειο και τελικά την Ευρώπη. Τα ποτάμια της βορείου Αφρικής, που σήμερα βρίσκονται θαμμένα κάτω από την έρημο, παρείχαν εύφορους «πράσινους διαδρόμους», που είχαν αξιοποιήσει δεόντως οι προϊστορικοί άνθρωποι. Εκτιμάται ότι τουλάχιστον το ένα ποτάμιο σύστημα, το πιο δυτικό με την ονομασία Ιρχαρχάρ, είχε πλάτος 100 χιλιομέτρων."

Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2013

Είναι η λύπη που νιώθει η απορία


Μέσα σε ένα φλύαρο κατά τ' άλλα κείμενο, τον Έρανο σκέψεων* της Κικής Δημουλά, ένα απόσπασμα - διαμαντάκι με την ευστοχία του απαντά όπως χρειάζεται στην πολυφορεμένη ερώτηση για τον ορισμό της ποίησης:


... Γι' αυτό όταν με ρωτάνε τι είναι ποίηση, απαντώ με μελαγχολική ειλικρίνεια: δεν ξέρω. Αν ήξερα θα ναυαγούσα;

Ξέρω όμως να απορώ. Και τούτο έχει μια σχέση με την ποίηση, και με τον τρόπο που αυτή σωστά παρηγορεί. Παρηγορεί με το να αποσπά την προσοχή της λύπης από την προσωπική της αιτία και να την προσηλώνει σε μιαν άλλη συμπαντική λύπη, ήρεμη, καθόλου πιεστική, χωρίς υστερισμούς, ψύχραιμη, ανθεκτική, σχεδόν μειδιώσα. Είναι η λύπη που νιώθει η απορία ...















* Ο Έρανος σκέψεων για την ανέγερση τίτλου υπέρ της αστέγου αυτής ομιλίας είναι το κείμενο που εκφώνησε η Κική Δημουλά στην Αρχαιολογική Εταιρεία στις 26 Ιανουαρίου 2009.


Κυριακή 14 Ιουλίου 2013

Ψάχνοντας το βορρά


κάποτε ήμουν βρετανός

και στα χρώματα
και στους φίλους

ήξερα όμως τα κάλαντα στην ελλάδα
και τα χριστούγεννα
πηγαίναμε με τον Τζωρτζ και τα λέγαμε

κι επειδή οι εποχές των πειραματισμών
είχαν περάσει
χτυπάγαμε πλέον
πολύ απαλά τα τρίγωνα




















(έξω από το φροντιστήριο αγγλικών "Αλβιών")

Τρίτη 2 Ιουλίου 2013

Οι ντομάτες


Η γιαγιά Αφροδίτη μου ζήτησε να φέρω το τετραδιάκι για να μου υπαγορεύσει τα παρακάτω λόγια:

Μάνα, ανεβαίνω στον κήπο
Ξέρεις τι θέλω;
Δωσ' μου λίγο αλάτι
Γεμάτος ντομάτες ο κήπος
Παίρνω μια, την ανοίγω
και ρίχνω αλάτι
Πώς μοσχοβολάει
Μυρίζω ξανά
και βλέπω εσένα
που φύτευες τις ντομάτες



Τρίτη 11 Ιουνίου 2013

Γράμμα του Ράινερ Μαρία Ρίλκε στη Σοφία Νικολάγεβνα Σιλ















Η επιστολή αυτή βρίσκεται δημοσιευμένη στο περιοδικό "Τομές" (τεύχος 40-43, 1978).
Ο Ρίλκε εδώ, εξιστορεί τις διαδρομές που κάνει στη Ρωσία μαζί με την κυρία Λου για να βρει τον «κόμη», δηλαδή τον Τολστόι, και περιγράφει τη συνάντησή του με αυτόν.
Ακολουθούν αποσπάσματα από την επιστολή:


Τούλα 20 Μαϊου 1906
 
Αγαπητή Σοφία Νικολάεβνα,


Η ωραία μέρα που πέρασα μαζί σας ήταν το τελευταίο πετραδάκι στο πολύχρωμο μωσαϊκό που ήταν οι μέρες που ζήσαμε στη Μόσχα. Αλλά την άλλη μέρα όλα χρωματίστηκαν από τη βία της αναχώρησης και η Μόσχα, όσο κι αν την αγαπούμε, ωχρίασε μπρος στα πολλά που αναμέναμε. Δεν προαισθανόμασταν πόσο γρήγορα θα πραγματοποιούνταν αυτά που ήταν τόσο πολύτιμα…

...Έτσι γυρίσαμε πίσω στη Γιάσενκα, νοικιάσαμε ένα αμάξι και αρχίσαμε να τρέχουμε με καμπανάκια που ηχούσαν ακατάπαυστα, μέχρι που φτάσαμε στις άκρες του γήλοφου, απ’ όπου αρχίζουν οι σκόρπιες φτωχικές καλύβες της Γιάσναγια που είναι ένα χωριό χωρίς καμιά συνοχή, σαν ένα σκόρπιο θλιμμένο κοπάδι σ’ ένα γυμνό βοσκότοπο…

...Σε λίγο βλέπουμε πίσω απ’ την πόρτα, στον μισοσκότεινο προθάλαμο του σπιτιού, τη μορφή του κόμη. Ο μεγαλύτερος γιος του ανοίγει τη γυάλινη πόρτα, και βρισκόμαστε μπρος στον κόμη, τον γέροντα, στον οποίο κανείς πάει πάντα σαν ένας γιος, ακόμα κι αυτός που δεν θέλει να σταθεί κάτω από τη δύναμη της πατρικότητάς του. Ο Τολστόι φαίνεται σα να έχει μικρύνει, είναι πιο σκυφτός, πιο λευκός, και σαν ανεξάρτητο από το γέρικο κορμί του, αναμένει τους ξένους το ασκίαστο βλέμμα του, τους εξετάζει σκόπιμα, και τους ευλογεί άθελα, με κάποια ανέκφραστη ευλογία…

...Φανταστείτε, Σοφία Νικολάεβνα, μας προτείνει ο κόμης ένα περίπατο στο πάρκο. Αντί για το φαγητό, που το φοβόμασταν, και στην καλύτερη περίπτωση το ελπίζαμε, μας δίνει τη δυνατότητα να μείνουμε μόνοι μ’ αυτόν στο ωραίο τοπίο όπου κουβαλούσε τους βαριούς στοχασμούς της μεγάλης ζωής του… Δεν παίρνει μέρος στο γεύμα μ’ όλους, γιατί εδώ και δύο μέρες υποφέρει πάλι και δεν τρώει σχεδόν τίποτα εκτός από καφέ και γάλα. Έτσι αυτή την ώρα μπορεί εύκολα να ξεφύγει από τους άλλους για να την αποθέσει στο χέρι μας σαν αναπάντεχο δώρο. Περπατούσε σιγά στο μακρύ πυκνοφυτεμένο δρόμο, με πλούσια συζήτηση, που όπως τότε έπαιρνε κίνηση και ζεστασιά από τον κόμη. Μιλά ρωσσικά, κι όπου ο άνεμος δεν σκεπάζει τη λέξη, καταλαβαίνω κάθε συλλαβή…

...Η συζήτηση γίνεται γύρω από πολλά πράγματα, ενώ όλες οι λέξεις δεν πάνε μπροστά απ’ αυτά, στην εξωτερικότητα αλλά συνωθούνται πίσω από τα πράγματα μέσα στο σκοτάδι, κι η βαθιά αξία της κάθε λέξης δεν είναι το χρώμα της στο φως, αλλά στο αίσθημα που έρχεται μέσα από τα σκοτάδια και τα μυστικά αυτά με τα οποία όλοι ζούμε. Και κάθε φορά που στον ήχο της συζήτησης γινόταν αισθητό κάτι το μη κοινό, διαφαινόταν μια προοπτική σε φωτεινά βάθη μιας βαθιάς συμφωνίας…

Πέμπτη 16 Μαΐου 2013

Η αγαπημένη πόλη Μαδρίτη


Διαβάζοντας το παρακάτω απόσπαμα από το ταξιδιωτικό βιβλίο του Κώστα Ουράνη για την Ισπανία (Εστία, 1954), ένιωσα ότι παρά το πέρασμα του χρόνου μένει μια συγκεκριμένη αίσθηση στους τόπους


Από το κεφάλαιο "Μαδρίτη, μια τεχνητή πρωτεύουσα"

"...Να η Πουέρτα ντελ Σολ, το κέντρο της πόλης. Στην Πύλη αυτή του Ήλιου, αν δεν υπάρχει καμιά πύλη, υπάρχει όμως πάντα ήλιος - κ' εκτυφλωτικός μάλιστα. Κάτω απ' τον ήλιο, χιλιάδες άνθρωποι συνωστίζονται. Βλέποντας τις εισόδους του "μετρό", τον άπειρο αριθμό των κιτρινοκόκκινων τραμ, τα πράσινα, κίτρινα και κόκκινα φώτα που ανάβουν και σβήνουν για να κανονίζουν την κυκλοφορία, τις χειρονομίες των αστυφυλάκων, νομίζετε, τις πρώτες στιγμές, πως έχετε μπρος σας ένα πλήθος μεγάλης ευρωπαϊκής πόλης που βιάζεται να τρυπώσει στο μετρό, να καταλάβει με έφοδο τα τραμ, να γλιστρήσει ανάμεσα στ' αυτοκίνητα για να πάει στις δουλειές του. Αί, λοιπόν, όχι! Όλο αυτό το συνωστιζόμενο πλήθος δεν είναι καθόλου βιαστικό. Δε βρίσκεται εκεί για να πάει κάπου. Βρίσκεται εκεί για να βρίσκεται. Κόβει βόλτες, λιάζεται, ορθοστατεί, πολιτικολογεί, αγοράζει λαχεία, χαζεύει μπρος στα κιόσκια των εφημερίδων που εκθέτουν περιοδικά ταυρομαχικά, σκοτώνει την ώρα του... Είναι ένα πλήθος που αποστρέφεται την εργασία, γιατί στο αίμα του κυλάει η καστιλλιάνικη περηφάνεια κ' η αραβική νωχέλεια. Είναι επίσης ένα πλήθος λιτό, που ασκείται στο ίδιο του το θέαμα. Στην Πουέρτα ντελ Σολ υπάρχουν καφενεία, καταστήματα... Ελάχιστοι μπαίνουν σ' αυτά. Εκατοντάδες όμως άλλοι ακουμπάν τα νώτα τους στους τοίχους τους και, καπνίζοντας το σιγκαρίλλο τους, κοιτάν ώρες ολόκληρες την κίνηση: τις γυναίκες που περνάν, τους ζητιάνους, τις ανθοπώλιδες, τους πωλητές της λοταρίας, τους στρατιώτες με τις πολύχρωμες ναπολεόντειες στολές, τους περιηγητές που περνάν σ' αυτοκίνητα, λεωφορεία, έναν όμιλο εργατών που συνοδεύουν - κ' επιβλέπουν - ένα συνάδελφό τους που κρατάει στα χέρια ένα ανοιχτό μαντήλι και ζητιανεύει για όλους... Περάστε οποιαδήποτε ώρα της ημέρας: το θέαμα είναι το ίδιο..."



Δευτέρα 13 Μαΐου 2013

Μέσα κι έξω απ' τα σπίτια




Για την Παυλίνα Μάρβιν, με κάτι απ' τον τρόπο της




 













 
Έχουμε να πούμε πολλά

 














Θα μαλλιάσει η γλώσσα μας ρεμάλια
















Μόνο άμα ακούσουμε ανατολίτικα θα σταματήσουμε

 














Και θα απλώσουμε τα χέρια για τσιφτετέλια κι αγκαλιές



Οι φωτογραφίες είναι του Παναγιώτη Ιωαννίδη

Δευτέρα 29 Απριλίου 2013

Ο Luis Cernuda για τον Κωνσταντίνο Καβάφη


Fragmento de entrevista a Luis Cernuda el año 1959, en el cual habla sobre Konstantinos Kavafis
/
Απόσπασμα συνέντευξης του Λουίς Θερνούδα το 1959, στο οποίο μιλά για τον Κωνσταντίνο Καβάφη

"...el poeta griego de Alejandría. De este último no conozco sino algunos poemas de traducción inglesa; pero aquel* sobre tema de Plutarco, donde Marco Antonio oye en la noche la música que acompaña al cortejo de los dioses, que lo abandonan, me parece una de las cosas más definitivamente hermosas de que tenga noticia en la poesía de este tiempo."
/
"... ο έλληνας ποιητής από την Αλεξάνδρεια. Από αυτόν τον τελευταίο δε γνωρίζω παρά λίγα ποιήματα από αγγλική μετάφραση∙ όμως εκείνο πάνω σε θέμα του Πλουτάρχου, όπου ο Μάρκος Αντώνιος ακούει μες στη νύχτα τη μουσική που συνοδεύει την πομπή των θεών που τον εγκαταλείπουν, μου φαίνεται ένα από τα ωραιότερα πράγματα που γνωρίζω από την ποίηση αυτού του καιρού."





* El poema en español


Que el dios abandonaba a Antonio

Cuando de repente, a medianoche, se escuche
pasar una comparsa invisible
con músicas maravillosas, con vocerío -
tu suerte que ya declina, tus obras
que fracasaron, los planes de tu vida
que resultaron errados, no llores vanamente.
Como hombre preparado desde tiempo atrás, como valiente,
di adiós a Alejandría que se aleja.
Sobre todo no te engañes, no digas que era
un sueño, que se extravió tu oído:
no aceptes tales vanas esperanzas.
Como preparado desde tiempo atrás, como valiente,
como te corresponde a ti que de tal ciudad fuiste digno,
acércate resueltamente a la ventana,
y escucha con emoción, y no
con los ruegos y lamentos de los cobardes,
como último placer los sones,
los maravillosos instrumentos del cortejo misterioso,
y di adiós a Alejandría, a la que pierdes.

(traducción: Miguel Castillo Didier)




Παρασκευή 12 Απριλίου 2013

Tiempos difíciles/ Δύσκολοι καιροί*


El conde, además de haber quedado encantado por la belleza del muchacho, dada su famélica condición, tuvo que aceptar el chocolate.

/

Ο κόμης έπρεπε να δεχτεί τη σοκολάτα, όχι μόνο γιατί έμεινε καταγοητευμένος από την ομορφιά του νεαρού, αλλά και γιατί λιμοκτονούσε.



* escrito con Diego Fittipaldi/ 
  γραμμένο μαζί με το Diego Fittipaldi

Πέμπτη 11 Απριλίου 2013

Άτιτλο*


Η γιαγιά είχε πετάξει θειάφι στη φωτιά της αυλής
ν' ασπρίσει το πλεχτό

Τη δεύτερη μέρα στη Μαδρίτη το φόρεσα
Ήταν ό,τι έπρεπε για ηπειρωτικό κλίμα
Με ζέσταινε και δε με βάραινε
Και περπατούσα
Μύριζε κρύο στο δρόμο
και αρώματα ηλικιωμένων γυναικών στο λεωφορείο
Άκουγα και καθαρόγραφα τις λέξεις
όπως τότε στο Φροντιστήριο Ξένων Γλωσσών "Ευρώπη"


Γυρίζοντας το βράδυ στο σπίτι μαζί
απ' τους μικρούς δρόμους
ακούμε και γράφω ακόμα λέξεις
Η τελευταία που έμαθα είναι το μαλακό:
Όσο πιο ζεστό είναι το τσάι
τόσο πιο μαλακό βγαίνει το μπισκότο




*Ποιτική άσκηση για τη συγγραφή αυτοβιογραφικού ποιήματος, στα πλαίσια του Εργαστηρίου Ποίησης του Ιδρύματος Τάκης Σινόπουλος

Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2013

Οι Στάνλεϋ (της Γλυκερίας Μπασδέκη)


Με ένα κείμενο γεμάτο ρυθμό και συμπάθεια, η Γλυκερία Μπασδέκη, τιμά τον Τέννεσσυ Ουίλιαμς.
Από το τεύχος 157 της Οδού Πανός και το αφιέρωμα στον Tennessee Williams

 

Οι Στάνλεϋ

boys are fox- teeth in your heart
Tennessee Williams

Μάζεψα τα πρέποντα. Ίσως ο σημαντικότερος αμερικανός θεατρικός του 20ού, οι κριτικές του Πλωρίτη, κάτι για τη frustration, η σκηνή με τον εισπράκτορα του Εσπερινού Αστέρα, το τατουάζ του Άλβαρο, κι η Φθειροζώλ - ναι, ναι τα πιο ανώδυνα απ’ τη Φθειροζώλ: εκεί που βγαίνει ο συγγραφέας, κάτι θα πετούσα και για Τσέχωφ, σίγουρα κάτι θα τους έλεγα για τη μούρλα σου με τον Τσέχωφ . Μόνο που είναι ΕΠΑΛ, είναι Εσπερινό ΕΠΑΛ, τομέας Μηχανικών αυτοκινήτων, επτά αγόρια κι εγώ. Κι εγώ άλλα ξεκίνησα, άλλα τους είπα, έφυγα, πέταξα ψηλά πάνω απ’ τα πρέποντα - κάτι χρόνια πριν, επαρχία του βορρά, Δευτέρα λυκείου, επτά επί Τέννεσσυ, μάθημα λογοτεχνίας να το πει ο Θεός.
Και τους είπα ότι γεννήθηκες Κυριακή των Βαΐων, Κριός με ωροσκόπο στον Αιγόκερω, κι ο πατέρας σου πουλούσε παπούτσια. Και τους είπα ότι η μάνα σου η Εντβίνα είχε πατέρα παπά κι έβλεπε στον ύπνο της χερουβείμ. Κι η αδελφή σου δεν πολυήταν στα καλά της – πέθανε κοντά ενενήντα στο ίδρυμα, μετά από σένα, ναι μετά από σένα έφυγε, με τον μετωπιαίο άδειο αποχαιρέτησε η Ρόουζ. Και τους είπα ότι χτυπιόσουν μέχρι το τέλος έπινες κι έκλαιγες και λιαζόσουνα στη Φλόριντα. Τι κι αν ήσουν πρώτος στα σουξέ και στα Πούλιτζερ και στα κριτικών της Νέας Υόρκης κι όλο το Χόλλυγουντ σε προσκυνούσε και στα όπα όπα σε είχαν Ταίηλορ και Μπράντο και στα μεγάλα θέατρα συνωστισμός, έπεφτε μέχρι ξύλο στο Μπροντγουέι για τ’ ανεβάσματα – σκασίλα σου, εσύ τον Φρανκ φοβόσουνα μη χάσεις. Και τους είπα ότι η καρδιά σου ήταν μονοπάτι χαραγμένο σε βουνά -  δεν ήσουν γραμμή ή δρόμος για να είσαι ίσιος εσύ. Κι όλα τα σπουδαία που έγραψες. Το λεωφορείο και τον Ορφέα και τη Λυσσασμένη και το Γλυκό πουλί και την Ιγκουάνα και το Τριαντάφυλλο και τα ποιήματα -  όσα θυμόμουνα κι όσα αγαπούσα πιο πολύ του είπα. Κι οι ημερομηνίες μπερδεμένες – πρώτα αγάπησες τον Κιπ ή μήπως ήταν ο Πάντσο ο μποξέρ;
Και τους είπα ότι ο μπαμπάς σου τίποτε δεν καταλάβαινε και σήκωνε χέρι και σ’ έλεγε Miss Nancy και σε πλήγωνε -  πιο πολύ σε πλήγωνε το χέρι του Κορνήλιου στο φιλάσθενο και αγύμναστο απ’ το 1,67 καθέτως. Και για τον Φρανκ τους είπα, για το πόσο όμορφος ήταν ο παλιοσισιλιάνος που σου πήρε τα μυαλά κι έφυγε άδικα το παλληκάρι, όπως ο Κιπ, όπως ο Κιπ κι αυτός. Και για το μετά τους είπα, που όλο περίμενες να τρελλαθείς κι όλο δεν τρελλαινόσουνα, για τους καυγάδες και τα ανήλικα της μιας βραδιάς και τα χάπια και τα άδεια μπουκάλια. Για τα ποιήματα του Χάρολντ Χαρτ Κρέιν και την τελευταία νύχτα στο Χοτέλ Ελυζέ, είκοσι πέντε Φλεβάρη του χίλια εννιακόσια ογδόντα τρία, ετών εβδομήντα ένα με τον φελλό από τις σταγόνες για τα μάτια σφηνωμένο στο λαιμό σου.
Και ξεκίνησα να διαβάζω από εκεί που ακούγονται οι καμπάνες της Μητρόπολης, μέχρι εκεί ο Στάνλεϋ, καθισμένος στα σκαλοπατάκια, βλέπει τη Μπλανς ν’ απομακρύνεται, στηριγμένη στο μπράτσο του γιατρού και στην καλοσύνη των ξένων.
Και μετά χτύπησε το κουδούνι. Και στην πόρτα είδα - ναι, ναι, το είδα - επτά άσπρα φανελάκια να στριμώχνονται. Κι ο πιο Πολωνός έκανε πίσω. «Αφήστε να περάσει η Κυρία», είπε και μου χαμογέλασε.

Ξάνθη