Τρίτη 11 Ιουνίου 2013

Γράμμα του Ράινερ Μαρία Ρίλκε στη Σοφία Νικολάγεβνα Σιλ















Η επιστολή αυτή βρίσκεται δημοσιευμένη στο περιοδικό "Τομές" (τεύχος 40-43, 1978).
Ο Ρίλκε εδώ, εξιστορεί τις διαδρομές που κάνει στη Ρωσία μαζί με την κυρία Λου για να βρει τον «κόμη», δηλαδή τον Τολστόι, και περιγράφει τη συνάντησή του με αυτόν.
Ακολουθούν αποσπάσματα από την επιστολή:


Τούλα 20 Μαϊου 1906
 
Αγαπητή Σοφία Νικολάεβνα,


Η ωραία μέρα που πέρασα μαζί σας ήταν το τελευταίο πετραδάκι στο πολύχρωμο μωσαϊκό που ήταν οι μέρες που ζήσαμε στη Μόσχα. Αλλά την άλλη μέρα όλα χρωματίστηκαν από τη βία της αναχώρησης και η Μόσχα, όσο κι αν την αγαπούμε, ωχρίασε μπρος στα πολλά που αναμέναμε. Δεν προαισθανόμασταν πόσο γρήγορα θα πραγματοποιούνταν αυτά που ήταν τόσο πολύτιμα…

...Έτσι γυρίσαμε πίσω στη Γιάσενκα, νοικιάσαμε ένα αμάξι και αρχίσαμε να τρέχουμε με καμπανάκια που ηχούσαν ακατάπαυστα, μέχρι που φτάσαμε στις άκρες του γήλοφου, απ’ όπου αρχίζουν οι σκόρπιες φτωχικές καλύβες της Γιάσναγια που είναι ένα χωριό χωρίς καμιά συνοχή, σαν ένα σκόρπιο θλιμμένο κοπάδι σ’ ένα γυμνό βοσκότοπο…

...Σε λίγο βλέπουμε πίσω απ’ την πόρτα, στον μισοσκότεινο προθάλαμο του σπιτιού, τη μορφή του κόμη. Ο μεγαλύτερος γιος του ανοίγει τη γυάλινη πόρτα, και βρισκόμαστε μπρος στον κόμη, τον γέροντα, στον οποίο κανείς πάει πάντα σαν ένας γιος, ακόμα κι αυτός που δεν θέλει να σταθεί κάτω από τη δύναμη της πατρικότητάς του. Ο Τολστόι φαίνεται σα να έχει μικρύνει, είναι πιο σκυφτός, πιο λευκός, και σαν ανεξάρτητο από το γέρικο κορμί του, αναμένει τους ξένους το ασκίαστο βλέμμα του, τους εξετάζει σκόπιμα, και τους ευλογεί άθελα, με κάποια ανέκφραστη ευλογία…

...Φανταστείτε, Σοφία Νικολάεβνα, μας προτείνει ο κόμης ένα περίπατο στο πάρκο. Αντί για το φαγητό, που το φοβόμασταν, και στην καλύτερη περίπτωση το ελπίζαμε, μας δίνει τη δυνατότητα να μείνουμε μόνοι μ’ αυτόν στο ωραίο τοπίο όπου κουβαλούσε τους βαριούς στοχασμούς της μεγάλης ζωής του… Δεν παίρνει μέρος στο γεύμα μ’ όλους, γιατί εδώ και δύο μέρες υποφέρει πάλι και δεν τρώει σχεδόν τίποτα εκτός από καφέ και γάλα. Έτσι αυτή την ώρα μπορεί εύκολα να ξεφύγει από τους άλλους για να την αποθέσει στο χέρι μας σαν αναπάντεχο δώρο. Περπατούσε σιγά στο μακρύ πυκνοφυτεμένο δρόμο, με πλούσια συζήτηση, που όπως τότε έπαιρνε κίνηση και ζεστασιά από τον κόμη. Μιλά ρωσσικά, κι όπου ο άνεμος δεν σκεπάζει τη λέξη, καταλαβαίνω κάθε συλλαβή…

...Η συζήτηση γίνεται γύρω από πολλά πράγματα, ενώ όλες οι λέξεις δεν πάνε μπροστά απ’ αυτά, στην εξωτερικότητα αλλά συνωθούνται πίσω από τα πράγματα μέσα στο σκοτάδι, κι η βαθιά αξία της κάθε λέξης δεν είναι το χρώμα της στο φως, αλλά στο αίσθημα που έρχεται μέσα από τα σκοτάδια και τα μυστικά αυτά με τα οποία όλοι ζούμε. Και κάθε φορά που στον ήχο της συζήτησης γινόταν αισθητό κάτι το μη κοινό, διαφαινόταν μια προοπτική σε φωτεινά βάθη μιας βαθιάς συμφωνίας…