Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2016

Αγάπη και άχτι για την Αθήνα (για τον Ζαχαρία Παπαντωνίου)


Την Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2016, στο κέντρο της Αθήνας, επανεμφανίστηκε ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου! Με ποιο τρόπο; Η Ομάδα Άστυ και ο γράφων, οργανώσαμε έναν περίπατο με τίτλο «Αγάπη και άχτι για την Αθήνα»· έναν περίπατο βασισμένο σε κείμενα του συγγραφέα που αναφέρονταν και συνομιλούσαν με διάφορα σημεία της πόλης.

Ακολουθεί μία συνέντευξή μου σχετικά με τον περίπατο, τον Ζαχαρία και την Αθήνα του σήμερα και του χθες, μέρος της οποίας φιλοξενήθηκε στην έντυπη και ηλεκτρονική Lifo (τεύχος 497,  23-11-2016).











Πώς προέκυψε η ιδέα για έναν περίπατο βασισμένο στα κείμενα του Ζαχαρία Παπαντωνίου;

Ήταν μια ιδέα που πρωτοήρθε στο μυαλό μου στις αρχές του καλοκαιριού. Μελετώντας το έργο του Παπαντωνίου, αρχικά λόγω της αγάπης μου γι’ αυτόν και στη συνέχεια λόγω και του αφιερώματος στη Νέα Εστία, άρχισα να πέφτω πάνω σε κείμενα του συγγραφέα που αφορούσαν την πρωτεύουσα∙ άρθρα-παρεμβάσεις για τη μορφή της πόλης,
διηγήματα και ποιήματα όπου πρωταγωνιστούν οι απλοί κάτοικοι, ποικίλες αναφορές σε διάφορα κείμενα. Άρχισα να βλέπω τη σχέση του Παπαντωνίου με την πόλη, τις δημόσιες θέσεις του,  τη συγκίνησή του, την αγάπη του για τον τόπο στον οποίο έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Ένιωσα ότι η ματιά του και η ευαισθησία του είναι πράγματα που λείπουν σήμερα∙ ίσως δεν μας είναι ξένα, αλλά δεν έχουν και το χώρο που τους αξίζει (η αλήθεια είναι βέβαια, πως η ευαισθησία και η λεπτή παρατήρηση δεν είχαν και τη μεγαλύτερη δημοφιλία σε δύσκολες εποχές…). Και ακριβώς γι’ αυτό πιστεύω ότι, αντί για μία σχετική εκδήλωση-συζήτηση σε ένα κλειστό χώρο, εν προκειμένω, άξιζε περισσότερο η συνάντηση στο δημόσιο χώρο: σε μια δράση όπου ο λόγος και η λογοτεχνία πρωταγωνιστούν, όπου οι λέξεις που αφορούν την πόλη ακούγονται από ζωντανές φωνές, ακριβώς στο σημείο στο οποίο αναφέρονται.


Ποια ήταν με λίγα λόγια η Αθήνα του Παπαντωνίου; 

Ξεκινώντας να απαντώ σε αυτή την ερώτηση νιώθω πως θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας το παρακάτω:

«…στην Τσαμαδού 21 ήταν που είχαν και το κοτσύφι· το ’χε βρει ο Χαρίλαος [ο μεγαλύτερος αδερφός του Ζαχαρία] σε μια εκδρομή με σπασμένο το φτερό από σφεντονιά. Το γιατρέψανε· μα όταν του ανοίξαν το κλουβί, αυτό ξαναγύρισε κοντά τους. Του είχαν μάθει να σφυρίζει ένα μοτίβο από το Ριγολέττο· του το ’χε μάθει ο Ζαχαρίας, που αγαπούσε με πάθος τη μουσική και τραγουδούσε, με μια ζεστή φωνή τενόρου, ολόκληρες άριες από όπερες και παλιά γαλλικά τραγούδια. […] Το σπίτι της οδού Τσαμαδού […] το προτιμήσανε γιατί βρισκότανε ψηλά στα Εξάρχεια, με δρόμους ανηφορικούς και κακοτράχαλους κείνη την εποχή, για να θυμίζει Καρπενήσι…»[1]

Το απόσπασμα αυτό προέρχεται από το κείμενο της Μαργαρίτας Δαλμάτη «Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου και η μοίρα του» και μας δίνει μία αίσθηση τόσο για την ιδιοσυγκρασία του συγγραφέα όσο και για το αθηναϊκό τοπίο που πρωτοαντίκρυσε ο Ζαχαρίας στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν, έφηβος ακόμα, έφτασε με την οικογένειά του από τα ορεινά τοπία του Καρπενησιού στην Αθήνα∙ ο λόφος του Στρέφη ήταν πολύ πιο φανερά λόφος απ’ ό, τι σήμερα... Μέχρι το 1940 (χρονιά θανάτου του Παπαντωνίου) η Αθήνα βέβαια αλλάζει∙ χτίζονται όλο και ψηλότερα κτίρια, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή ο πληθυσμός αυξάνεται ραγδαία. Όμως πολλές κομβικές αλλαγές που έχουν συμβάλλει στη διαμόρφωση του τοπίου όπως το βλέπουμε σήμερα δεν είχαν συμβεί∙ η Αθήνα τότε είναι ακόμα μια πόλη με ακάλυπτα ποτάμια και ρέματα, ενώ παλιά Αθήνα θεωρούνται μόνο οι περί την Ακρόπολη γειτονιές.
Ο Παπαντωνίου βλέπει μέσα στα χρόνια την πόλη να αλλάζει, κτίρια να υψώνονται και να κρύβουν τη θέα, να κρύβουν τους λόφους, τα «φυσικά αυτά κτίρια» όπως τους χαρακτηρίζει. Το οξύ βλέμμα του και η αισθητική του καλλιέργεια σταδιακά ορίζουν και τη στάση του απέναντι στην πόλη∙ καταγγέλει μέσα από τα άρθρα του το ίδιο το κράτος για την έλλειψη σχεδιασμού του αστικού χώρου και τις «βαρβαρότητες στη μορφή των Αθηνών», επιμένει στο πώς η «ευθιξία της μορφής» θα μπορούσε να μας εμποδίσει να καταστρέφουμε τα δάση της Αττικής, υπενθυμίζοντάς μας με αυτές του τις διατυπώσεις πως η αισθητική δεν είναι κάτι αποκομμένο από την πραγματικότητα, αλλά πως καθορίζει τη στάση μας απέναντι στα πράγματα.
















 

[φωτ: Κατερίνα Συνοδινού]

Οι στάσεις του περιπάτου...

Είχα την τιμή και την τύχη, η Ομάδα Άστυ να αγκαλιάσει την ιδέα για τον περίπατο αυτό. Με το Γιώργο Θάνο από την ομάδα, που είναι γνώστης της πόλης και μελετά τόσο τα της Αθήνας, όσο και τη σύνδεση της πόλης αυτής με τη λογοτεχνία, συζητήσαμε αρκετά για την Αθήνα των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα, για τις αναφορές του Παπαντωνίου και την αίσθηση του συγγραφέα για την πόλη. Το πολύ όμορφο που συνέβη με τη διαμόρφωση της διαδρομής του περιπάτου ήταν ότι μας οδήγησαν τα ίδια τα κείμενα. Τι θέλω να πω: συγκεντρώνοντας όλα τα κείμενα που θεωρούσαμε ότι πρέπει να ακουστούν είδαμε ότι μέσα από τις αναφορές των σημείων της πόλης είχαμε και τις στάσεις της βόλτας μας. Επίσης, τα κείμενα αντιπροσώπευαν όλες τις συγγραφικές πλευρές του Παπαντωνίου (είχε γράψει χρονογραφήματα, διηγήματα, ποιήματα, δοκίμια), όπως επίσης και όλη την εξέλιξη του προσωπικού του ιδιώματος, από την πρώτη καθαρεύουσα μέχρι τη δημοτική.
Έτσι λοιπόν, με την Ομάδα Άστυ, καθώς και την Παυλίνα Μάρβιν και τον Παναγιώτη Ιωαννίδη, που μας συνόδεψαν στην ανάγνωση των κειμένων, κατευθυνθήκαμε αρχικά στην Πλατεία Κλαυθμώνος. Εκεί, μας οδήγησε το διήγημα «Ο μετανάστης», στο οποίο ο μικρός Γιάννης το σκάει από τη γιαγιά του για να γνωρίσει την οδό Σταδίου!  Η Πλατεία Καρύτση ήταν ο δεύτερος σταθμός του περιπάτου μας, σημείο απ’ όπου συχνά πυκνά περνούσε ο Ζαχαρίας, δεδομένου ότι εκεί βρίσκονταν τα γραφεία πολλών από τις εφημερίδες με τις οποίες συνεργάστηκε. Εκεί διαβάσαμε ένα άρθρο του συγγραφέα από το 1898, μνημονεύοντας την τραγική φιγούρα του υπηρέτη της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου. Στην Παλιά Βουλή μιλήσαμε για τα δημόσια αξιώματα του συγγραφέα και τις δημόσιες τοποθετήσεις υπέρ ενός «Συμβουλίου Δημόσιας Καλαισθησίας» που θα προστατεύει τη μορφή της πόλης. Στην Πλατεία Συντάγματος, δίπλα στη Βουλή – τότε Ανάκτορα – είχαμε την ευκαιρία να στοχαστούμε σχετικά με το διάλογο (ή την απουσία αυτού…) ανάμεσα στην αρχιτεκτονική μιας πόλης με το φυσικό τοπίο. Ο Εθνικός Κήπος ήταν το ιδανικό μέρος για να ακουστούν τα ξεχωριστά κείμενα του συγγραφέα για τον Όθωνα και την Αμαλία, όπως επίσης και οι εντυπώσεις του νεαρού Ζαχαρία από μια βόλτα στον Κήπο και το Ζάππειο, μια νύχτα με χιόνι! Ένα κλασικό αθηναϊκό σημείο συνυφασμένο με περίπατο είναι βέβαια το Ζάππειο, όπου καταλήξαμε και εμείς με κείμενα του συγγραφέα για την απώλεια της θέας της πόλης, αλλά και με το συγκινητικό του ποίημα «Το τραγούδι της Αθήνας», από το οποίο εμπνευστήκαμε και τον τίτλο του περιπάτου. Γράφει ο ποιητής στην αρχή της τελευταίας στροφής: «Αθήνα! τον πόθο μου κράτα και τ’ άχτι μου!»

 













[φωτ: Παυλίνα Μάρβιν]


Και ο ίδιος ο Παπαντωνίου; Ποιες γειτονιές και σημεία της πόλης αγαπούσε;

Ο Παπαντωνίου αγαπούσε πολύ τις γειτονιές τις Πλάκας. Λέγεται μάλιστα ότι συμμετείχε σε παρέες που έκαναν καντάδες στη γειτονιά αυτή. Είχε μια σταθερή ανησυχία για το ιστορικό κέντρο της πόλης και σκεφτόταν πώς θα μπορούσε να προφυλαχθεί ο χαρακτήρας της ευρύτερης περιοχής γύρω από την Ακρόπολη. Ήταν περιπατητής του Κέντρου, και με ευχαρίστηση απολάμβανε αυτό που είχε να του δώσει το τοπίο.

Μπροστά σε μια δύση στα Προπύλαια, με τα φευγαλέα της χρώματα, μου λέγε κάποτε: «Αυτή δεν πιάνεται ούτε με πινέλο, ούτε με πέννα. Ψάχνω να βρω λόγια, φράσεις, αλλά δεν μπορώ. Μόνο επιγραμματικά μπορεί κανείς να την αποδώσει.»[2]

Με αυτή την αναφορά, ο Κώστας Ελευθερουδάκης μας δίνει τον τόνο του βλέμματος του Παπαντωνίου, και μας μεταφέρει μία εικόνα της Αθήνας, που ακόμα και σήμερα – και παρά την έντονη ανοικοδόμηση – μπορεί να απολαύσει κανείς. Σταθείτε όντως στην Πλατεία Κοραή κοιτώντας προς την Κλαυθμώνος ένα απόβραδο και θα συμφωνήσετε κι εσείς με τον Ζαχαρία.


Γνωρίζοντας μέσα από το συγγραφέα μια άλλη εποχή, υπάρχει κάτι που αναπολείτε, ή μάλλον είστε χαρούμενος με όσα άλλαξαν; 

Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι στους οποίους δεν αρκεί το παρόν. Μάλλον ανήκω σ’ αυτή την κατηγορία. Κατά συνέπεια, υπάρχουν πολλά πράγματα που νοσταλγώ από τις εποχές που δεν έχω ζήσει. Τα κείμενα παίζουν σημαντικό ρόλο σε αυτό, καθώς –  ειδικά τα καλά κείμενα – φέρουν μία ακρίβεια που σου επιτρέπει να αντιλαμβάνεσαι τον τρόπο με τον οποίο αλλάζουν τα πράγματα, αλλά και πώς το στοιχειώδες του ανθρώπου και του τοπίου μπορεί να επιβιώνει παρά τις τεράστιες αλλαγές. Στα κείμενα του Παπαντωνίου υπάρχει αυτό το δώρο προς τον αναγνώστη.
Μιας και έχουμε μιλήσει για την Αθήνα, οπωσδήποτε νοσταλγώ το τοπίο, που κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, η άναρχη και κακόγουστη δόμηση, μας το έκρυψε. Γι’ αυτό, αν θες να νιώθεις τον τόπο στον οποίο ζεις και να συντονίζεσαι με αυτόν, στην Αθήνα πρέπει συνεχώς να τον ανασυστήνεις. Να λες: πίσω από την πολυκατοικία είναι ο Λυκαβηττός, πίσω απ’ την άλλη πολυκατοικία η Ακρόπολη, και λίγο πιο έξω – και όχι τόσο μακριά – είναι ο Υμηττός, το πανέμορφο βουνό, το μενεξεδί στο ηλιοβασίλεμα. Όλα αυτά παλιότερα ήταν πιο φανερά. Ωστόσο, είμαι χαρούμενος με την πρόοδο που έχει επιτευχθεί γενικά στον κόσμο, σε σχέση με το παρελθόν, και ακόμα και όταν νοσταλγώ με πάθος, δεν εξιδανικεύω.


Ποια είναι η δική σας σχέση με τον Ζαχαρία Παπαντωνίου; Τι είναι αυτό που σας έκανε να ασχοληθείτε με το έργο του;

Πριν δύο χρόνια έλαβα ως δώρο τα Ταξίδια του Παπαντωνίου, συλλογή κειμένων του από ταξιδιωτικές ανταποκρίσεις, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων από την Ισπανία, την οποία λατρεύω. Αυτό ήταν! Από την απόλυτη άγνοια περί Παπαντωνίου – ήξερα μόνο, χωρίς να έχω διαβάσει, ότι έχει γράψει τα Ψηλά Βουνά –, πέρασα κατευθείαν στη λατρεία. Αισθάνθηκα ότι και εκείνος είχε νιώσει την Ισπανία όπως εγώ! Γι’ αυτό και σύντομα άρχισα να μιλάω στους φίλους μου όχι για τον «Παπαντωνίου», αλλά για το «Ζαχαρία». Η σχέση μαζί του έδεσε ακόμα πιο σφιχτά όταν, μιλώντας μια μέρα γι’ αυτόν στη γιαγιά μου Αφροδίτη Παπαγεωργίου, εκείνη θυμήθηκε το ποίημά του «Αγροτικό», το οποίο και άρχισε να μου απαγγέλει. Μέχρι και λίγους μήνες πριν πεθάνει η γιαγιά, απαγγέλαμε μαζί το εξαιρετικό αυτό ποίημα.
Επιστρέφοντας στα κείμενα του Παπαντωνίου, ξεκίνησα να παρατηρώ τις εξαιρετικές διατυπώσεις που περιέχουν, οι οποίες, κατά τη γνώμη μου, συναγωνίζονται σε αξία αποφθέγματα και στίχους ποιήματος. Άρχιζα λοιπόν να γνωρίζω ένα συγγραφέα ιδιαίτερης ευαισθησίας. Ο ενθουσιασμός με οδήγησε έπειτα στα διηγήματα, στα ποιήματά του και στα χιλιάδες αθησαύριστα κείμενά του, που είχαν δημοσιευτεί στον Τύπο εποχής, και που σήμερα υπάρχουν μόνο στα αρχεία των εφημερίδων.
Θεωρώ ότι ο Παπαντωνίου δεν έχει διαβαστεί και εκτιμηθεί επαρκώς. Όμως το βλέμμα του, το κριτικό του πνεύμα, η ευαισθησία του, βρίσκονται εκεί, μέσα στα κείμενά του, και περιμένουν να μας δώσουν και σήμερα τα δώρα τους. Μπορούμε να τον ανακαλύψουμε και πάλι.





[1] Δαλμάτη, Μ. (1970). «Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου και η μοίρα του», Νέα Εστία, τχ. 1022, σ. 145-154
(το δεύτερο μέρος του κειμένου αυτό δημοσιεύεται στο τεύχος 1023 του ίδιου περιοδικού)
http://www.ekebi.gr/magazines/flipbook/showissue.asp?file=114520&code=1634

[2] Ελευθερουδάκης, Κ. (1940). «Από τους αθηναϊκούς περιπάτους με τον Ζαχαρία Παπαντωνίου», Νέα Εστία, τχ. 319, σ. 453-455
(το τεύχος αυτό του περιοδικού είχε βγει λίγους μήνες μετά το θάνατο του συγγραφέα και είναι αφιερωμένο σε αυτόν)
http://www.ekebi.gr/magazines/flipbook/showissue.asp?file=67221&code=3483







Σάββατο 12 Μαρτίου 2016

Δύο ποιήματα για την Αγγλία - Αλεξάνδρα Πλαστήρα



από το βιβλίο Το φως που βλέπουμε τώρα (1986)


Μητέρες του Άθελφορντ

Στη σκάλα
όταν πέφτει
αυτό το φως
κλείνω τα μάτια
και την ξαναβλέπω

νωρίς
όταν σκοτείνιαζε
στο Άθελφορντ
κι ο άνεμος ξερίζωνε
τα ρείκια

χτυπούσαν
δυνατά
για να σκεπάσουν
την πιο γλυκιά φωνή
τα κουταλάκια

που έλεγε
τα ρείκια
τα καημένα
δεν άκουγαν καθόλου
τη μαμά τους












Dark red

Τ’ αγκάθια
είναι ο λόγος
που θα γίνουμε
φίλες

με λίγο αίμα
από την καθεμιά μας
θα έχουμε
τα ακριβότερα
κοσμήματα

όσο κι αν είναι
όμορφος ο Τάμεσης
δεν θα σε σπρώξω
και δεν θα με σπρώξεις

με λίγο αίμα
από την καθεμιά μας
την ίδια φύση
θα χαιρόμαστε

και πληγωμένες
απ’ τον ίδιο εραστή
θα μοιραζόμαστε
τ’ αγκάθια του

γελώντας


Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2016

Ο Τσιγγάνος - Τάτσης Αποστολίδης


Ένα διήγημα από το αριστουργηματικό βιβλίο "Δεκαπέντε ιστορίες και μια βόλτα με ποδήλατο" του βιολιστή Τάτση Αποστολίδη (10 Φεβρουαρίου 1928 - 31 Αυγούστου 2009)















Κάθεται ο πατέρας. Με κρατάει σφιχτά ανάμεσα στα γόνατά του και με βάφει. Έχει στο τραπέζι την καρτ ποστάλ και αντιγράφει: κλείνουν το πρόσωπο οι μαύρες στενές φαβορίτες ∙ τα φρύδια, βαριά κορνίζα στα μάτια ∙ μαύρο και το λεπτό μουστάκι, κόκκινο στα μάγουλα, αραιωμένο μια ιδέα με πούδρα, λίγο κραγιόν στα χείλη – νιώθω τη γλυκόστυφη γεύση του στον ουρανίσκο. Τώρα μυρίζω όπως η τσάντα της μαμάς.

Η ανυπόφορη αποκριά. Μεταξωτές φούστες, το τούλι αγκυλώνει – πώς γλιστράει η ροζ μπρετέλα πλάι στην έκθαμβη κατωφέρεια του λαιμού σου μέχρι το βαθύ αυλάκι για το πουθενά. Φωνές των κοριτσιών βραχνές, υγρές οι μικρές λέξεις: μη, όχι, έλα. Στο χορό ξαναμμένα μάγουλα, ανόητες μάσκες, ανυπόμονα χέρια, νοτισμένες κρυφές μασχάλες. Ζέστη. Η σκόνη στροβιλίζεται στο φως των λαμπτήρων, οι σερπαντίνες σαρώνουν το πάτωμα, τα κομφετί κολλάνε στα βλέφαρα ∙ χείλη στεγνά, η δίψα.
Γύρω γύρω στις ψηλές καρέκλες, κολλητά στον τοίχο, γηραιές κυρίες αστείες, λυπημένες, οι κύριοι σκουπίζουν συνέχεια το μέτωπό τους. Τα παιδιά χορεύουν τα άσκοπα βαλς αμήχανα, με τα δικά τους μεγάλα βήματα. Χωρίς να αγγίζονται, κοιτάζουν επίμονα ψηλά στο ταβάνι. Εγώ δεν χορεύω. Περιφέρω τη στολή μου, διασχίζω τις αίθουσες ξανά και ξανά – ποτέ δεν χορεύω, μισώ το χορό.

Την άλλη μέρα, στο φωτογραφείο, προβολέας τυφλώνει. Γύρω καθρέφτες – δίδυμα είδωλα. Ο κύριος Πανταζής ωρύεται: «Μην πατάς τη ζώνη» ∙ μεταξωτή, κάτασπρη και λύθηκε. Πάλι την κρατάει από την άκρη ο πατέρας κι εγώ περιστρέφομαι να τυλιχτεί, σπάγκος σε σβούρα, στη μέση μου. Ζαλίζομαι, πλησιάζω τη μυρωδιά του τσιγάρου του. Απ’ όλες τις μεριές οι καθρέφτες με δείχνουν: μαύρο τσόχινο καπέλο και μπορ λοξό, μπλούζα ρουμάνικη με κοφτό γιακά, στο αυτί κρίκος βαρύς, το γιλέκο ψηλοθώρακο με ντυπά, κεντημένα κουμπιά ∙ στο λαιμό γραβάτα από πολύχρωμες στριφτές κλωστές. Το παντελόνι με το φαρδύ σιρίτι στενεύει απότομα στις μπότες. Στο πάτωμα, η θήκη του βιολιού ∙ στηρίζω επάνω της το αριστερό μου πόδι κι ακουμπάω το βιολί με δύναμη στο λυγισμένο γόνατο. Το δοξάρι, κάθετο, κόβει τη ζώνη. Τα ακατάστατα κρόσσια της χαϊδεύουν ψηλά το μηρό. «Άσ’ τη όπως είναι», λέει πάλι ο κύριος Πανταζής, «ο θάνατος μονάχα είναι τέλειος.» Βλέπει από το φακό τον Τσιγγάνο – εγώ τη σκιά του στον άσπρο τοίχο.

Τη νύχτα έρχεται στον ύπνο μου: παίζει κάπως το βιολί, βυθίζει το τόξο στη χορδή να τη σκίσει, να μπει μέσα, να βγάλει το τραγούδι της. Πίσω η μπάντα – τα ωραία φάλτσα ψευτιές ∙ και στάζουν αίμα οι χρυσές καμπάνες των κόρνων. Φτάνουν στο τροχόσπιτο, στις ερημιές του Κάστρου, εκεί που ο δρόμος σβήνει μυστικά στην όχθη της λίμνης. Τ’ αστέρια καίνε, δίπλα τα κλουβιά ∙ φωτιές του τσίρκου. Παράξενη ησυχία, θηρία νυσταγμένα, να σβήσουν πια αυτές οι πυρκαγιές στα μάτια τους. Η μικρή μας αδερφή χορεύει, σπάει η μέση, τα χέρια στεφάνι ∙ ο πόθος τρέμει στα μικρά της στήθη. Ο Τσιγγάνος κατεβάζει το βιολί γνέφει στα όργανα να σταματήσουν. Η σιωπή σφυρίζει – φίδι στ’ αυτιά μου.
Ξυπνάω από την υγρή βουή, το γλυκό σφυγμό χαμηλά, ανάμεσα. Μου χαμογελάει ο μικρός Τσιγγάνος στη φωτογραφία απέναντι – τόσο όμορφος. Παίρνω το βλέμμα μου γρήγορα.