Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2019

Ο ύμνος της απροσωπίας - Ζαχαρίας Παπαντωνίου



Ύστερα από τρία χρόνια που την είδα, η Μαδρίτη είναι πάλι μπροστά μου. Δεν αφήνει ποτέ τον ξένο. Για να μου ξαναφέρη στα μάτια του Πράντο, μου ξανάρχεται όχι σε άμεση παράσταση οπτική, μα σε παράσταση οσφραντική, σε έντονη μυρουδιά τερεβινθίνης. Η γνώριμη μυρουδιά των Μουσείων! Τη συνηθίσαμε, τη ζητούμε όταν λείψη. Μας έγινεν άρωμα αγαπητό. Κανένα άλλο δεν προκαλεί τόσο πλούσιους συνειρμούς ιδεών και εικόνων. Ξέρομε όλοι την τυραννική δύναμη των οσφραντικών αισθημάτων. Διαρκούν λιγώτερο από τα οπτικά και τα ακουστικά. Μα έρχονται ορμητικώτερα. Ζουν περισσότερο απ’ όλα, δεν πεθαίνουν ποτέ. Με το άρωμα οι αναμνήσεις βρυκολακιάζουν. Είχα λιγάκι ξεχάσει τις γνωριμίες μου με το αλησμόνητο μουσείο του Πράντο, όταν το σταμάτημα του εμφυλίου σπαραγμού της Ισπανίας μού ξανάφερε την τερεβινθίνη του, το δριμύ και το αγαπητό άρωμα. Ήρθε σα φωνή, σα φάντασμα του ερημωμένου μουσείου, που έχει τώρα στερηθή τα αριστουργήματά του, ξενιτεμένα έξω απ’ τη σπαραγμένη Ισπανία, κλεισμένα σε κιβώτια χωμένα σε μεγάλα βάθη της γης απ’ τον τρόμο των οβίδων.


Πολλά παράδοξα συμβαίνουν στον κόσμο τούτο. Στην καθημερινή μας ρητορική λέμε πως τα αριστουργήματα ανήκουν στην ανθρωπότητα. Μόλις ανάψη πόλεμος, βλέπομε πως έχουν πατρίδα. Και όχι μόνο πατρίδα, μα έχουν και κόμμα. Ανήκουν στον πολιορκητή ή στον πολιορκούμενο. Έτσι ξεκινούν και ταξιδεύουν. Με την πολεμική αεροπορία και τον επικείμενο αιφνιδιασμό του πολέμου, σημαίνει για τα έργα τέχνης η έξοδος, η πορεία, η περιπλάνηση και η ταφή. Το ίδρυμα του μόχθου, της προσοχής και της λεπτής καλαισθησίας, το Μουσείο, αρκεί ένα σάλπισμα κινδύνου να το μεταβάλη σε αναστατωμένη αποθήκη τελωνείου, να το αδειάση, και να περιμένωμε πάλι τον πολιτισμό για να ξανάρθη στη θέση του. Μα ξανάρχεται στη θέση του ένα μετακινημένο μουσείο; Θα ξανάρθη το Πράντο; Οι αμύθητοι θησαυροί του μουσείου της Μαδρίτης, που τους κληροδότησε η κοσμοκράτειρα δυναστεία, που τους συγκέντρωσε μια Ισπανία ενωμένη, που τους τοποθέτησε τόση καλαισθησία και τόση στοργή, που τους χάϊδεψαν τόσα μάτια, που προκάλεσαν τόσες εκστάσεις, τόσες προσευχές, αυτή η ευδαιμονία όλων των ανθρώπων, η κοινοκτημοσύνη της μιας και της αληθινής ανθρωπότητας, της αδιαίρετης, θα συγκεντρωθούν άλλη μια φορά; Είναι εύκολο να γυρίσουν από ξένες χώρες, να προβάλλουν από υπόγεια κι από κασόνια και να ξανάβρουν τη ζυγισμένη τους θέση, τη σχέση μεταξύ τους, τη γνωριμία με το φως και με το θεατή; Θα ξαναϊδούμε ποτέ τους αντιγραφείς του Πράντο, σκαλωμένους στο μικρό τους ικρίωμα, να κινούν με υπομονή το πινέλο;

 ***

Τους θυμούμαι σαν τώρα δα, βλέπω τα καβαλέτα τους, τη στάση τους μπροστά στο έργο, την πινελιά τους, την αταραξία τους για τον επισκέπτη που σταματά και ρίχνει γρήγορα ματιές απ’ το έργο στην αντιγραφή για να κάμη τον έλεγχο. Ένοιωθαν πίσω απ’ την πλάτη τους κριτή. Μα δε γύρισαν ποτέ να τον κοιτάξουν. Βλέπονται απ’ όλους. Τους αγνοούν όλους. Ξεπέρασαν τον ψόγο και το υποκείμενό τους έξω απ’ το μουσείο. Η δουλειά τους είναι η αντιγραφή, η υποταγή σε άλλη προσωπικότητα. Μιλώντας μια μέρα σ’ έναν Ισπανό ζωγράφο, τους ονόμασα Ρωμαίους, δίδοντάς τους το όνομα του λαού, που περιώρισε την αισθητική του ενέργεια στην παθητική αντιγραφή των ελληνικών αριστουργημάτων. Όνομα ψυχρό. Μα όνομα που σημαίνει την ταπεινή αναγνώριση της τελειότητας και τη λατρεία. Σ’ όλον τον καιρό της διαμονής μου εκεί τους λέγαμε Ρωμαίους. Κι από τότε, για οικονομία, δίνω το όνομα του ιστορικού λαού σε κάθε αντιγραφέα περίφημων πινάκων και γλυπτών, όπως το έδωκα και στο φίλο μου τον Ούγγρο ζωγράφο Μαλονάκι, που στο Τολέδο, δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια ανεβασμένος στη σκαλωσιά του, αντιγράφει την «Ταφή του Οργκάζ» του Γκρέκο. Χωμένος μέσα στην εκκλησιά του Σάντο-Τομέ, στη γωνία εκείνη όπου ο ίδιος ο Γκρέκο με τα χέρια του τοποθέτησε το αριστούργημά του, συνηθισμένος να γυρίζη στα σοκάκια που έζησεν ο Κρητικός, στην ίδια όχθη του Τάγου, απασχολημένος ν’ αντιγράφη όχι δυο, μα έναν Γκρέκο, πάντα τον ίδιο, έφερε την υποταγή και τη λατρεία σε σημείο που αξίζει να τον πούμε κάτι περισσότερο από Ρωμαίο, να τον πούμε Βυζαντινό. Όσο για τους Ρωμαίους μου του Πράντο, δεν άλλαξα μ’ αυτούς ούτε λέξη. Ήταν βουβοί εξ αιτίας της δουλειάς τους. Και, σαν Ισπανοί, ήταν δυο φορές βουβοί. Αντέγραφαν άλλοι τον Γκρέκο, άλλοι τον Βελάσκεζ, άλλοι τον Γκόγια. Κατά την ιδιοσυγκρασία τους. Κατά την τεχνική τους. Γιατί, στο ζήτημα της εκλογής, κάθε Ρωμαίος έχει ατομικότητα. Μπορεί να παραιτήται από το υποκείμενό του άμα στήση το τελάρο του – μα, πού θα το στήση, αυτό είναι καθαρά υποκειμενική του δουλειά. Έτσι, αυτοί που το ’στησαν μπροστά στις Αφροδίτες του Τιτσιάνου, αν και δε μου μίλησαν ποτέ, μου πρόδωσαν την ύπαρξή τους. Ήταν οι αισθησιακοί. Στη λαμπρή  εκείνη αίθουσα του Πράντο, όπου ο άρχοντας της αισθησιακής τέχνης, με τις Δανάες και τις Αφροδίτες του, αφήνει το γυναικείο γυμνό να χύνεται σαν ποτάμι απ’ τον τεράστιο κρουνό της δημιουργίας, οι ζωγράφοι αντιγραφείς των Βενετσάνων έστησαν τα καβαλέτα τους και δουλεύουν ακούραστα. 


Ας παίρνουν το ύφος της παθητικής δουλειάς. Για μας που τους νοιώθομε είναι ευτυχισμένοι. Το μάτι τους πίνει αδιάκοπα και χαίρεται. Μεθούν με μέθοδο και σοφία. Είναι οι μεθοδικοί μέθυσοι, που πίνουν τεράστια ποσότητα πολύ αργά σε μικρές γουλιές. Τις γυμνές Δανάες και τις Αφροδίτες τις είχε κάμει ο Τιτσιάνος κυρίως για να ευφραίνωνται τα μάτια του βασιλιά της Ισπανίας Φιλίππου Β΄, που είχε στην εποχή της γνωριμίας τους ηλικία μόλις εικοσιτριών χρονών. Αυτό ήταν το καλύτερο που είχε να προσφέρη στη νεότητα του βασιλιά ένας αυλικός ζωγράφος. Μα γρήγορα οι Αφροδίτες έχασαν για το βασιλιά τον προορισμό τους. Παραχώρησαν τη θέση τους στις φροντίδες, στις τύψεις, στα οράματα της Δευτέρας Παρουσίας, που κατείχαν τον κοσμοκράτορα μέσα στο στεγνό Εσκουριάλ. Και λοιπόν τα γυμνά σε ποιον έμειναν πραγματικά; Σε ποιον άλλον από τους αντιγραφείς του Πράντο; Ποιος θεατής, ποιος αισθητικός, ποιος ερευνητής απολαμβάνει τις μακάριες αυτές φόρμες όσο εκείνοι, που τις χαϊδεύουν τόνο με τόνο, πινελιά με πινελιά, που κατεβαίνει κάθε στιγμή η ματιά τους ολύμπιες κατηφοριές, απ’ τα μαλλιά ως το νύχι του ποδιού, θεία γλιστρήματα; Να τος πάλι αυτός ο πιο παράδοξος απ’ όλους, με το μικρό ανάστημα, με τον κοντό λαιμό, με τα πολλά κατσαρά μαλλιά, με τη μορφή του γκρινιάρη και του αδιάλλακτου. Σωπαίνει σαν Ισπανός. Ασκητεύει και συλλογιέται σαν Καστιλλιάνος. Σωπαίνει πολλά χρόνια. Εγέρασε κοιτάζοντας αυτές τις Αφροδίτες. Παρακολουθώ την πινελιά του, μελετώ αυτόν τον ίδιον, τη σιωπή του, τις ζαρωματιές του, τη νευρικότητά του, τα «τικ» του. Αδιαφορεί για μένα, με αγνοεί όπως όλους. Τον βλέπω που βγήκεν έξω στην εναρμόνια σκάλα του Πράντο για να ξεκουραστή. Κάθεται. Καπνίζει. Αλλάζει λίγες λέξεις με άλλον απέναντι. Αντιγραφέας κι εκείνος. Δε μιλούν για την τύχη της Ευρώπης. Για την αντιγραφή μιλούν. Ακούω να περνούν απ’ την κουβέντα τους χρώματα, νέφτια, πινέλα. Βλέπω τον αντίχειρά τους να κουνιέται στον αέρα για να δώση την κίνηση της πινελιάς. Α! πόσοι καλλιτέχνες στον κόσμο επιμένουν να παράγουν μέτρια πράγματα! Αυτοί δεν παράγουν τίποτε. Αναπαράγουν. Είχαν τον ηρωϊσμό να γδυθούν την ατομικότητά τους σα ρούχο. Μπήκαν σε μια μεγάλη προσωπικότητα. Ζούνε την πινελιά ενός άλλου, ζούνε τη μεγαλοφυΐα. Μα τι άλλο είναι η λατρεία; Ξέρομε όλοι το ποίημα του Μπωντλαίρ για τα μουσεία. Όταν διαβάζω τη λυρική αυτή κραυγή:

 … Ο Ρούμπενς, ποτάμι λήθης, κήπος της νωχέλειας, προσκέφαλο της δροσερής σάρκας, όπου δε μπορούμε ν’ αγαπήσωμε, μα που η ζωή ολοένα πλημμυρίζει κι αναταράζεται, καθώς ο αέρας στον ουρανό κ’ η θάλασσα στη θάλασσα…Ο Ρέμπραντ, θλιβερό νοσοκομείο, γεμάτο κρυφομιλήματα…Ο Ντελακρουά, λίμνη αιμάτων, που φτερουγίζουν απάνω της άγγελοι δαίμονες, σκοτεινιασμένη από αειπράσινο ελατοδάσος…Αυτές οι κατάρες, οι βλαστήμιες, τα παράπονα, αυτές οι εκστάσεις, οι κραυγές, τα δάκρυα, οι δοξολογίες, είναι μια ηχώ ξαναειπωμένη από χίλιους λαβυρίνθους! Είναι για τις θνητές καρδιές όπιο θείο! Είναι ένας φάρος αναμμένος σε χίλια κάστρα! Είναι σάλπισμα κυνηγών χαμένων σε δάση τρίσβαθα… 

– όταν διαβάζω το παράφορο τούτο τραγούδι του φίλου της τέχνης και του τεχνοκρίτη, το τραγούδι των μουσείων, ποιον άλλον θα συλλογιστώ παρά εσάς, φτωχοί μου ήρωες της αντιγραφής, Ρωμαίοι του Πράντο, φρουροί της μεγαλοφυΐας, πιστοί των αριστουργημάτων! Θα ξανάρθετε ποτέ στην ίδια θέση;






[Με αφορμή τη συμπλήρωση δύο αιώνων από τη συμπλήρωση 200 χρόνων λειτουργίας του Μουσείου του Πράδο στη Μαδρίτη διαβάζουμε το κείμενο του Ζαχαρία Παπαντωνίου "Ο ύμνος της απροσωπίας" (πρώτη δημοσίευση στην εφημερίδα Ελεύθερο Βήμα (1939) και κατοπινή συμπερίληψη στον Τόμο Ταξίδια (Εκδόσεις Εστία)). Ο συγγραφέας, τρία χρόνια από μετά την επίσκεψή του στη Μαδρίτη το 1936,  γράφει για το μουσείο, τα ξενιτεμένα εξαιτίας του εμφυλίου έργα του και τους αντιγραφείς ζωγράφους - οι φωτογραφίες της ανάρτησης δείχνουν στιγμές από τη μεταφορά των έργων του Πράδο κατά τον Εμφύλιο]