Κυριακή 22 Μαρτίου 2015

Μετά το θέατρο - Αντών Τσέχωφ



Η εφηβεία, η αφύπνιση. Και η χαρά που βλέπει τον εαυτό της.

[ένα διήγημα διαμαντάκι, από την έκδοση Εκλεκτά Έργα, σε μετάφραση Λ. Καστανάκη, Βιβλιοεκδοτική, 1960]


Η Νάντια Ζελένινα γύρισε με τη μητέρα της από το θέατρο, όπου έπαιζαν τον «Ευγένιο Ονέγκιν». Μόλις μπήκε στο δωμάτιο έβγαλε βιαστικά το φουστάνι της, έλυσε την πλεξίδα της και έτσι όπως ήταν με το μεσοφόρι και με την άσπρη μπλουζίτσα, κάθισε γρήγορα – γρήγορα μπρος στο τραπέζι για να γράψει ένα γράμμα σαν της Τατιάνας.
«Σας αγαπώ – έγραψε – αλλά εσείς δε μ’ αγαπάτε, δε μ’ αγαπάτε!»
Το έγραψε και γέλασε.

Ήταν μόλις δεκάξη χρονώ, αλλά δεν είχε αγαπήσει ακόμη κανένα. Ήξερε πως την αγαπούν ο αξιωματικό Γκόρνι και ο φοιτητής Γκρούζντεφ, αλλά τώρα ύστερα από την όπερα κάπως αμφέβαλε για τον έρωτά τους. Πόσο είναι ενδιαφέρον να μη σε αγαπούν και νάσαι δυστυχισμένη! Όταν ο ένας αγαπά περισσότερο, και ο άλλος είναι αδιάφορος, είναι ωραίο, συγκινητικό και ποιητικό. Ο Ονέγκιν έχει ενδιαφέρον γιατί δεν αγαπά καθόλου, ενώ η Τατιάνα είναι γοητευτική, γιατί αγαπά πολύ δυνατά. Αν αγαπιόντουσαν εξ’ ίσου, αμοιβαία, και ήταν ευτυχισμένοι, θα ήταν ίσως και ανιαροί.

«Πάψτε λοιπόν να με διαβεβαιώνετε πως με αγαπάτε – εξακολούθησε να γράφει η Νάντια, έχοντας υπ’ όψη της τον αξιωματικό Γκόρνι. – Δεν μπορώ να σας πιστέψω. Είστε πολύ έξυπνος, μορφωμένος, σοβαρός, έχετε μεγάλο ταλέντο και ίσως να σας περιμένει λαμπρό μέλλον, ενώ εγώ δεν είμαι ενδιαφέρουσα, ένα κορίτσι ασήμαντο, και το ξέρετε πολύ καλά, πως στην ζωή σας θα σας είμαι μόνο εμπόδιο. Είναι αλήθεια πως ενθουσιαστήκατε και νομίσατε πως βρήκατε το ιδεώδες σας, αλλά ήτανε λάθος και τώρα αναρωτιέστε απελπισμένος: «Γιατί να συναντήσω αυτό το κορίτσι;» Και μόνο η καλωσύνη σας εμποδίζει να το αναγνωρίσετε!...»
Η Νάντια άρχισε να λυπάται, έκλαψε και εξακολούθησε:
«Μου είναι δύσκολο να εγκαταλείψω τη μητέρα και τον αδελφό, διαφορετικά θα ασπαζόμουν το καλογηρικό σχήμα και θα έφευγα και όπου με βγάλει η άκρη. Εσείς θα αποκτούσατε την ελευθερία σας και θα αγαπούσατε άλλην. Αχ, να μπορούσα να πεθάνω!»

Ήταν δύσκολο να ξεδιαλύσει τι έγραφε μέσα από τα δάκρυα. Πάνω στο τραπέζι, στο πάτωμα και στο ταβάνι σιγοτρέμουν μικρά ουράνια τόξα, σα να κύτταζε η Νάντια μέσα από κάποια κρύσταλλο. Ήταν αδύνατο να γράψει, ακούμπησε τη ράχη της πίσω στην καρέκλα και άρχισε να σκέφτεται τον Γκόρνι.

Θεέ μου, τι ενδιαφέροντες, τι γοητευτικοί που είναι οι άντρες! Η Νάντια θυμήθηκε πόσο ωραία, ικετευτική, ένοχη και τρυφερή γίνεται η έκφραση του αξιωματικού, όταν συζητάει μαζύ του για μουσική, και πόσο προσπαθεί να εξουσιάσει τον εαυτό του ώστε η φωνή του νάναι συγκρατημένη. Στην κοινωνία όπου η ψυχρή υπεροψία και αδιαφορία λογαριάζονται σαν γνωρίσματα καλής ανατροφής και ευγενικών τρόπων, πρέπει να κρύβεις το πάθος σου. Και το κρύβει, αλλά δεν τα καταφέρνει, και όλοι ξέρουν πολύ καλά πως αγαπάει τη μουσική με πάθος. Οι ατελεύτητες συζητήσεις περί μουσικής, οι τολμηρές κρίσεις των ανθρώπων που δεν καταλαβαίνουν, τον κρατάνε σε διαρκή ένταση, είναι τρομαγμένος, άτολμος, σιωπηλός. Παίζει περίφημο πιάνο, σαν πραγματικός πιανίστας, και αν δεν ήταν αξιωματικός, ασφαλώς θα ήταν διάσημος μουσικός.

Τα δάκρυα στέγνωσαν στα μάτια της. Η Νάντια θυμήθηκε πως ο Γκόρνι της είχε εξομολογηθεί τον έρωτά του στη Συμφωνική λέσχη, και ύστερα κάτω κοντά στην γκαρδαρόμπα, όταν απ’ όλες τις μεριές φυσούσανε τα ρεύματα.

«Χαίρω πολύ, που γνωριστήκατε επί τέλους με το φοιτητή Γκρούζντεφ – εξακολούθησε να γράφει. – Είναι πολύ έξυπνος άνθρωπος, και ασφαλώς θα τον αγαπήσετε πολύ. Χτες το βράδυ ήτανε σπίτι μας και κάθισε ως τις δύο. Όλοι μας είμασταν ενθουσιασμένοι, και λυπόμουν που δεν είχατε έρθει κι σείς. Είπε πολλά ωραία πράγματα».

Η Νάντια ακούμπησε τα χέρια της πάνω στο τραπέζι κι έγυρε το κεφάλι και τα μαλλιά της σκέπασαν το γράμμα. Θυμήθηκε ότι ο φοιτητής Γκρούζντεφ κι αυτός την αγαπά και πως κι αυτός έχει το δικαίωμα να πάρει ένα γράμμα όπως ο Γκόρνι. Αλήθεια, δε θάταν καλύτερα να γράψει στον Γκρούζντεφ; Χωρίς καμμιά αιτία, μια χαρά αναγάλιασε μέσα της. Στην αρχή είτανε μια μικρή χαρά που κυλούσε μέσα της σαν ένα μικρό λαστιχένιο τόπι, ύστερα μεγάλωσε και την πλημμύρισε σαν κύμα. Η Νάντια ξέχασε και τους δύο, και οι σκέψεις της μπέρδεψαν και η χαρά της όλο και περίσσευε, θέριευε, από το στήθος γλύστρησε στα χέρια και στα πόδια, λες κι ένα ανάλαφρο δροσερό αεράκι φύσηξε στο κεφάλι και σάλεψε τα μαλλιά. Σα ρίγος κάποιο σιγανό γέλιο πέρασε στους ώμους της, πέρασε και στο τραπέζι και στο γυαλί της λάμπας, και από τα μάτια τα δάκρυα βρέξανε λίγο το γράμμα. Δεν μπορούσε να σταματήσει αυτό το γέλιο, και για να δείξει στον εαυτό της ότι γελά όχι χωρίς αιτία, βιάστηκε να θυμηθεί κάτι αστείο.
  Τι αστείο σκυλάκι! – είπε, ενώ κόντευε να πνιγεί από το γέλιο. – Τι αστείο σκυλάκι!

Θυμήθηκε πως ο Γκρούζντεφ έπαιζε χτες μετά το τσάι με το σκυλάκι, το Μαξίμ, και ύστερα τους διηγήθηκε για κάποιο εξαιρετικά έξυπνο σκυλάκι, που κυνήγησε ένα κόρακα έξω από το σπίτι και ο κόρακας γύρισε, τον κύτταξε και του είπε:
– Αχ, κατεργάρη!
Το σκυλάκι μην ξέροντας ότι έχει πάρε – δώσε με ένα σοφό κόρακα, τάχασε και υποχώρησε παραζαλισμένο, ύστερα άρχισε να γαυγίζει.

– Όχι, καλύτερα να ερωτευτώ τον Γκρούζντεφ – είπε αποφασιστικά η Νάντια κι έσχισε το γράμμα.

Άρχισε να σκέφτεται το φοιτητή, τον έρωτά του, το δικό της τον έρωτα, αλλά τελικά οι σκέψεις μπέρδευαν και περνούσαν από το νου της όλες οι σκέψεις: για τη μητέρα της, για το δρόμο, για το μολυβδοκόνδυλο, για το πιάνο… Τα σκεφτότανε χαρούμενη κι εύρισκε πως όλα ήτανε καλά και ωραία, και η χαρά της έλεγε μέσα της πως αυτό δεν ήταν όλο και πως σε λίγο θάναι ακόμη καλύτερα. Γρήγορα έρχεται η άνοιξη, το καλοκαίρι, θα πάνε με τη μητέρα στο Γκορμπίκν, θα έρθει με άδεια ο Γκόρνι, θα γυρίζει μαζύ της στον κήπο και θα τη φλερτάρει. Θαρθεί και ο Γκρούζντεφ. Θα παίξει μαζύ της κρίκετ ή κανένα άλλο παιχνίδι, θα της διηγείται αστεία ή παράξενα πράγματα. Αχ πως αποθύμησε τον κήπο, τα σκοτάδια, τον καθαρό ουρανό, τα άστρα! Και πάλι κάποιο ρίγος πέρασε από τα γέλια στους ώμους της και της φάνηκε πως μέσα στο δωμάτιο μύρισε αψέντι και πως κάποιο κλαδί χτύπησε στο παράθυρο.

Τράβηξε στο κρεβάτι της, κάθησε και μην ξέροντας τι να κάνει από τη μεγάλη της χαρά, που την είχε γλυκά κουράσει, κύτταζε το εικόνισμα που ήτανε κρεμασμένο πάνω από το κρεβάτι της κι έλεγε:
– Θεέ μου! Θεέ μου! Θεέ μου!




1 σχόλιο: