Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2016

Ο Τσιγγάνος - Τάτσης Αποστολίδης


Ένα διήγημα από το αριστουργηματικό βιβλίο "Δεκαπέντε ιστορίες και μια βόλτα με ποδήλατο" του βιολιστή Τάτση Αποστολίδη (10 Φεβρουαρίου 1928 - 31 Αυγούστου 2009)















Κάθεται ο πατέρας. Με κρατάει σφιχτά ανάμεσα στα γόνατά του και με βάφει. Έχει στο τραπέζι την καρτ ποστάλ και αντιγράφει: κλείνουν το πρόσωπο οι μαύρες στενές φαβορίτες ∙ τα φρύδια, βαριά κορνίζα στα μάτια ∙ μαύρο και το λεπτό μουστάκι, κόκκινο στα μάγουλα, αραιωμένο μια ιδέα με πούδρα, λίγο κραγιόν στα χείλη – νιώθω τη γλυκόστυφη γεύση του στον ουρανίσκο. Τώρα μυρίζω όπως η τσάντα της μαμάς.

Η ανυπόφορη αποκριά. Μεταξωτές φούστες, το τούλι αγκυλώνει – πώς γλιστράει η ροζ μπρετέλα πλάι στην έκθαμβη κατωφέρεια του λαιμού σου μέχρι το βαθύ αυλάκι για το πουθενά. Φωνές των κοριτσιών βραχνές, υγρές οι μικρές λέξεις: μη, όχι, έλα. Στο χορό ξαναμμένα μάγουλα, ανόητες μάσκες, ανυπόμονα χέρια, νοτισμένες κρυφές μασχάλες. Ζέστη. Η σκόνη στροβιλίζεται στο φως των λαμπτήρων, οι σερπαντίνες σαρώνουν το πάτωμα, τα κομφετί κολλάνε στα βλέφαρα ∙ χείλη στεγνά, η δίψα.
Γύρω γύρω στις ψηλές καρέκλες, κολλητά στον τοίχο, γηραιές κυρίες αστείες, λυπημένες, οι κύριοι σκουπίζουν συνέχεια το μέτωπό τους. Τα παιδιά χορεύουν τα άσκοπα βαλς αμήχανα, με τα δικά τους μεγάλα βήματα. Χωρίς να αγγίζονται, κοιτάζουν επίμονα ψηλά στο ταβάνι. Εγώ δεν χορεύω. Περιφέρω τη στολή μου, διασχίζω τις αίθουσες ξανά και ξανά – ποτέ δεν χορεύω, μισώ το χορό.

Την άλλη μέρα, στο φωτογραφείο, προβολέας τυφλώνει. Γύρω καθρέφτες – δίδυμα είδωλα. Ο κύριος Πανταζής ωρύεται: «Μην πατάς τη ζώνη» ∙ μεταξωτή, κάτασπρη και λύθηκε. Πάλι την κρατάει από την άκρη ο πατέρας κι εγώ περιστρέφομαι να τυλιχτεί, σπάγκος σε σβούρα, στη μέση μου. Ζαλίζομαι, πλησιάζω τη μυρωδιά του τσιγάρου του. Απ’ όλες τις μεριές οι καθρέφτες με δείχνουν: μαύρο τσόχινο καπέλο και μπορ λοξό, μπλούζα ρουμάνικη με κοφτό γιακά, στο αυτί κρίκος βαρύς, το γιλέκο ψηλοθώρακο με ντυπά, κεντημένα κουμπιά ∙ στο λαιμό γραβάτα από πολύχρωμες στριφτές κλωστές. Το παντελόνι με το φαρδύ σιρίτι στενεύει απότομα στις μπότες. Στο πάτωμα, η θήκη του βιολιού ∙ στηρίζω επάνω της το αριστερό μου πόδι κι ακουμπάω το βιολί με δύναμη στο λυγισμένο γόνατο. Το δοξάρι, κάθετο, κόβει τη ζώνη. Τα ακατάστατα κρόσσια της χαϊδεύουν ψηλά το μηρό. «Άσ’ τη όπως είναι», λέει πάλι ο κύριος Πανταζής, «ο θάνατος μονάχα είναι τέλειος.» Βλέπει από το φακό τον Τσιγγάνο – εγώ τη σκιά του στον άσπρο τοίχο.

Τη νύχτα έρχεται στον ύπνο μου: παίζει κάπως το βιολί, βυθίζει το τόξο στη χορδή να τη σκίσει, να μπει μέσα, να βγάλει το τραγούδι της. Πίσω η μπάντα – τα ωραία φάλτσα ψευτιές ∙ και στάζουν αίμα οι χρυσές καμπάνες των κόρνων. Φτάνουν στο τροχόσπιτο, στις ερημιές του Κάστρου, εκεί που ο δρόμος σβήνει μυστικά στην όχθη της λίμνης. Τ’ αστέρια καίνε, δίπλα τα κλουβιά ∙ φωτιές του τσίρκου. Παράξενη ησυχία, θηρία νυσταγμένα, να σβήσουν πια αυτές οι πυρκαγιές στα μάτια τους. Η μικρή μας αδερφή χορεύει, σπάει η μέση, τα χέρια στεφάνι ∙ ο πόθος τρέμει στα μικρά της στήθη. Ο Τσιγγάνος κατεβάζει το βιολί γνέφει στα όργανα να σταματήσουν. Η σιωπή σφυρίζει – φίδι στ’ αυτιά μου.
Ξυπνάω από την υγρή βουή, το γλυκό σφυγμό χαμηλά, ανάμεσα. Μου χαμογελάει ο μικρός Τσιγγάνος στη φωτογραφία απέναντι – τόσο όμορφος. Παίρνω το βλέμμα μου γρήγορα.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου